φαινομενολογικός

φαινομενολογικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που έχει σχέση με τη φαινομενολογία (βλ. λ.): Φαινομενολογική θεωρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαινομενολογικός — ή, ό, Ν [φαινομενολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαινομενολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”